- φλογοειδής
- -ές, ΝΑ1. αυτός που έχει την όψη φλόγας, πυρώδης2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, φλόγινοςαρχ.1. (ως ιατρ. όρος) αυτός που έχει φλόγωση («φλογοειδέα ἐρυθήματα», Ιπποκρ.)2. μτφ. δριμύτατος («κατὰ ἀλκὴν σώματος καὶ θυμοῡ τραχύτητα φλογοειδὴς ἦν», Ευνάπ.).επίρρ...φλογοειδῶς Μμτφ. με πάθος, διακαώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.